μετατόπιση

μετατόπιση
Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται πάντα με την ίδια ταχύτητα και έτσι μεταφέρουν διαφορετικά ποσοστά του συνολικού ρεύματος. Με την πάροδο του χρόνου παρατηρούνται μεταβολές στη συγκέντρωση του ηλεκτρολύτη γύρω από τα ηλεκτρόδια. Το κλάσμα του ρεύματος που μεταφέρεται από κάθε ιόν ονομάζεται αριθμός μεταφοράς. επιφάνεια μ. Η επιφάνεια που απαιτείται για να επιβραδυνθεί ένα νετρόνιο από τις ενέργειες σύντηξης στις θερμικές ενέργειες, μαζί με την επιφάνεια που απαιτείται για τη διάχυση της ενέργειας. Η πρώτη επιφάνεια ισούται με το ένα έκτο της μέσης τετραγωνικής απόστασης ανάμεσα στην πηγή και στο σημείο, όπου τα νετρόνια αποκτούν τη μέση ενέργειά τους. Η επιφάνεια διάχυσης ισούται με το ένα έκτο της μέσης τετραγωνικής απόστασης ανάμεσα στο σημείο, όπου το νετρόνιο βρίσκεται σε θερμική ισορροπία με το περιβάλλον του, και στο σημείο, όπου πραγματοποιείται η αρπαγή του. Το μήκος μ. είναι η τετραγωνική ρίζα της επιφάνειας μ. ρεύμα μ. Ο ρυθμός μεταβολής της ηλεκτρικής ροής, σε σχέση με τον χρόνο, μέσα σε ένα διηλεκτρικό, όταν το εφαρμοζόμενο εξωτερικό πεδίο μεταβάλλεται. Αν ένας πυκνωτής φορτιστεί το ρεύμα αγωγιμότητας που ρέει μέσα σε αυτόν θεωρείται ότι διαρρέει και το διηλεκτρικό ως ρεύμα μ., οπότε το ρεύμα στην ουσία διαρρέει ένα κλειστό κύκλωμα. Το ρεύμα μ. δεν συνεπάγεται κίνηση φορέων ρεύματος (όπως στην περίπτωση ενός αγωγού) αλλά μάλλον τον σχηματισμό ηλεκτρικών διπόλων (διηλεκτρική πόλωση). Η αναγνώριση από τον Μάξγουελ του γεγονότος ότι ένα ρεύμα μ. σε ένα διηλεκτρικό δημιουργεί μαγνητικά φαινόμενα ισοδύναμα με αυτά που δημιουργούνται από ένα συνηθισμένο ρεύμα αγωγιμότητας αποτελεί τη βάση της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας του φωτός.(Βιολ.) Επαναδιάταξη γενετικών πληροφοριών σε ένα χρωμόσωμα ή μεταφορά ενός κομματιού χρωμοσώματος σε ένα άλλο.
* * *
η (Μ μετατόπισις) [μετατοπίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετατοπίζω, μετάθεση, μετακίνηση σε άλλη θέση, σε άλλο σημείο, σε άλλο τόπο
νεοελλ.
1. (μηχ.) η μεταβατική κίνηση ενός στερεού σώματος, δηλαδή η κίνηση κατά την οποία όλα τα σημεία τού σώματος κινούνται με την ίδια διεύθυνση και φορά
2. φυσ. διάνυσμα που χαρακτηρίζει την κίνηση ενός στερεού σώματος και τού οποίου η αρχή βρίσκεται στο αρχικό σημείο (Α) τού κινούμενου σώματος, η αιχμή του στο τελικό σημείο (Β) και το μέτρο του ισούται με το μήκος τής ευθείας μεταξύ τών δύο αυτών σημείων, δηλαδή είναι ανεξάρτητο από τη διαδρομή και από τη συνολική απόσταση που έχει διανύσει το κινούμενο σώμα
3. φρ. «μετατόπιση προς το ερυθρό»
(αστρον.-φυσ.) η μετατόπιση προς μεγαλύτερα μήκη κύματος τού φάσματος που παρέχεται από ένα ουράνιο σώμα, μετατόπιση η οποία αποδίδεται στο φαινόμενο Ντόπλερ και η οποία ερμηνεύεται ως απομάκρυνση τού σώματος αυτού από τη Γη
β) «νόμος μετατόπισης»
(πυρην. φυσ.) αρχή σύμφωνα με την οποία η ραδιενεργός διάσπαση άλφα ή βήτα οδηγεί στον σχηματισμό θυγατρικών προϊόντων, τών οποίων ο ατομικός αριθμός διαφέρει κατά δύο ή μία μονάδες, αντίστοιχα
γ) «μετατόπιση τών ηπείρων»
γεωλ. το φαινόμενο τών μεγάλης κλίμακας οριζόντιων μετακινήσεων τών ηπείρων μεταξύ τους καθώς και σε σχέση με τις ωκεάνιες λεκάνες στη διάρκεια ενός ή περισσότερων επεισοδίων τού γεωλογικού χρόνου
δ) «μετατόπιση φορτίου»
(συγκ.) μη επιθυμητή μετακίνηση φορτίου, από την αρχική θέση του σε άλλη, ενός κινούμενου μεταφορικού μέσου, ιδίως πλοίου, μετακίνηση η οποία μπορεί να έχει δυσάρεστες ή και καταστρεπτικές συνέπειες για την τύχη τού φορτίου ή και τού μέσου ακόμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετατόπιση — η αλλαγή τόπου ή θέσης, μετακίνηση: Το πλοίο βυθίστηκε λόγω μετατόπισης του φορτίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοτοπική μετατόπιση — Η μικρή διαφορά που υπάρχει στις ενέργειες μετάπτωσης των διαφόρων ισοτόπων του ίδιου στοιχείου, οι οποίες αντιστοιχούν σε μετατόπιση των φασματικών γραμμών της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από αυτά. Η διαφορετική ανηγμένη μάζα των ηλεκτρονίων στα …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογική ερυθρή μετατόπιση — Η μετατόπιση των φασματικών του φάσματος προς το ερυθρό. Οφείλεται κυρίως στη διαστολή του σύμπαντος και λιγότερο στα βαρυτικά φαινόμενα της ενδιάμεσης ύλης ή στην κίνηση ενός ενδογαλαξιακού σώματος, με την οποία απομακρύνεται από το ηλιακό… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρική μετατόπιση — Αν ένα ηλεκτρικό πεδίο έχει στο κενό ένταση  και ένα διηλεκτρικό τοποθετηθεί μέσα στο πεδίο, τότε μέσα στο υλικό έχουμε δύο ειδών φορτία. Από τη μία υπάρχει η πυκνότητα φορτίων στο εσωτερικό και στην επιφάνεια εξαιτίας της πόλωσης που καλούνται… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • ολίσθηση — η (Α ὀλίσθησις, εως, ιων. γεν. ιος) [ολισθάνω] αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμο νεοελλ. 1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής τής μιας να… …   Dictionary of Greek

  • βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… …   Dictionary of Greek

  • βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”